- σπαράγγι
- Κοινή ονομασία φυτών του γένους ασπάραγος (οικογένεια Λειλιίδες, μονοκοτυλήδονα), που πολλά είδη του είναι εδώδιμα και καλλωπιστικά.
Ο ασπάραγος ο φαρμακευτικός, είναι εδώδιμος. Από το φυτό τρώγονται μόνο οι ανοιξιάτικοι νεαροί και σαρκώδεις βλαστοί, τα σπαράγγια, που φυτρώνουν στα σαρκώδη ριζώματα του. Οι βλαστοί αυτοί έχουν ευχάριστη γεύση. Αν αφεθούν να αναπτυχθούν, δίνουν βλαστούς όρθιους, αλύγιστους, πράσινους, που φτάνουν σε ύψος γύρω στο 1 μέτρο. Το φυτό, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα στις εύκρατες περιοχές, κατάγεται από τη Μεσοποταμία, απ’ όπου διαδόθηκε αρχικά στην Ελλάδα και γενικά στη Βαλκανική, στην Ουκρανία και έπειτα σε άλλες περιοχές. Πολλαπλασιάζεται με τμήματα ριζωμάτων που διαθέτουν πολλά μάτια, αλλά και με σπόρο. Το εδώδιμο τμήμα τους είναι πλούσιο σε βιταμίνες των ομάδων Β, C, και Α, καθώς και σε ασπαραγίνη, ουσία με διουρητική ενέργεια.
Από τα καλλωπιστικά είδη, τα πιο διαδομένα είναι ο ασπάραγος ο φτερωτός, αναρριχητικό με σκουροπράσινα φυλλοκλάδια που μοιάζουν με τριγωνικά φύλλα, καθώς και ο ασπάραγος ο σπρεγγέρειος, με ρίζες κονδυλώδεις και βλαστούς ευλύγιστους και κρεμαστούς.
Σπαράγγια εδώδιμα της ποικιλίας της γνωστής με την ονομασία σπαράγγια του Ορλάνδου.
* * *και σφαράγγι, το, Νβοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάραγος, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες, καθώς και τών νεαρών βλαστών του και τών διαφόρων ποικιλιών του, που είναι εδώδιμα και θεωρούνται από τα εκλεκτότερα λαχανικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀσπαράγ(γ)ιον, υποκορ. τού ἀσπάραγος, με σίγηση τού αρκτικού άτονου α-].
Dictionary of Greek. 2013.